ἑτερόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteroplevros
|Transliteration C=eteroplevros
|Beta Code=e(tero/pleuros
|Beta Code=e(tero/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with two visible faces</b>, λίθοι <span class="title">SIG</span>247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. <b class="b3">ἁτερόπλευρος</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">with unequal sides</b>, <span class="bibl">Scymn.267</span>.</span>
|Definition=ἑτερόπλευρον,<br><span class="bld">A</span> [[with two visible faces]], λίθοι ''SIG''247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. [[ἁτερόπλευρος]].<br><span class="bld">II</span> [[with unequal sides]], Scymn.267.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. [[τρίπλευρος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόπλευρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άνισες πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[πολύπλευρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπλευρος Medium diacritics: ἑτερόπλευρος Low diacritics: ετερόπλευρος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: heterópleuros Transliteration B: heteropleuros Transliteration C: eteroplevros Beta Code: e(tero/pleuros

English (LSJ)

ἑτερόπλευρον,
A with two visible faces, λίθοι SIG247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. ἁτερόπλευρος.
II with unequal sides, Scymn.267.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. τρίπλευρος).

Greek Monolingual

ἑτερόπλευρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)
2. αυτός που έχει άνισες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύπλευρος)].