ἐκτροφή: Difference between revisions
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektrofi | |Transliteration C=ektrofi | ||
|Beta Code=e)ktrofh/ | |Beta Code=e)ktrofh/ | ||
|Definition=ἡ, [[bringing up]], [[rearing]], [[nurture]], | |Definition=ἡ, [[bringing up]], [[rearing]], [[nurture]], E.''Fr.''317.5 (pl.), Sor.1.81, Arist.''HA''542a30 (pl.), ''GA''754a8, al.; ἐ. καρπῶν J.''AJ''5.1.21: metaph., [[breeding]], κακοδαιμονίας Phld.''Ir.''p.27 W. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, bringing up, rearing, nurture, E.Fr.317.5 (pl.), Sor.1.81, Arist.HA542a30 (pl.), GA754a8, al.; ἐ. καρπῶν J.AJ5.1.21: metaph., breeding, κακοδαιμονίας Phld.Ir.p.27 W.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 cría, crianza, alimentación de niños ἐκτροφαὶ καλαί E.Fr.317.5, τοῦ Τηλέφου Str.12.8.2, τῶν νηπίων Plu.Rom.4, D.H.1.84, I.AI 18.191, por la nodriza IG 12.Suppl.29b.3, ἀνθρώπου δ' ἡ μὲν ἐ. πολύπονος ἡ δ' αὔξησις βραδεῖα Plu.2.496e, (βρέφος) οὐκ ἄξιον ἐκτροφῆς ὄν Sor.2.6.39, de anim. πολλὰ δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκτροφὰς τῶν τέκνων στοχαζόμενα de las aves muchas (se aparean en determinada época) con vistas a la alimentación de las crías Arist.HA 542a30, cf. 588b30, D.P.Au.2.4, ἡ ἐ. οὐκ ἐν τῇ μητρί ἐστιν del embrión de los ovíparos, Arist.GA 754a8, como parte de un proceso general ἐκτροφαί τε πάντων καὶ ἀκμαὶ καὶ φθίσεις Arist.Mu.399a28, τῶν διδόντων δ' ἐκτροφήν γ' εἶ eres de los que mantienen a la mujer de otro, Men.Phasm.85 (dud.).
2 bot. nutrición, cultivo, crecimiento οἱ καρποὶ ... τινος ἀέρος δέονται ... εἰς τὴν ἐκτροφήν Thphr.CP 2.1.6, cf. 5.1, καρπῶν I.AI 4.232, 5.78
•fig. cultivo, fomento κακοδαιμονίας Phld.Ir.9.25.
German (Pape)
[Seite 783] ἡ, das Aufziehen, Großziehen, Arist. H. A. 3, 15 u. öfter; Strab. IX, 436.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτροφή: ἡ
1 вскармливание, выкармливание (ἡ ἐ. ἐν τῇ μητρί ἐστιν Arst.);
2 воспитание (τῶν τέκνων Arst.; τῶν νηπίων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροφή: ἡ, ἀνατροφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 319. 5· ἀνάπτυξις ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13, κ. ἀλλ.· ἐκτροφὴ καρπῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 21.
Greek Monolingual
ἐκτροφή, η (Α)
ανατροφή, μεγάλωμα
(«εκτροφή χοίρων»)
αρχ.
1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.)
2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.).