ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksfragizomai | |Transliteration C=eksfragizomai | ||
|Beta Code=e)ksfragi/zomai | |Beta Code=e)ksfragi/zomai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be shut out from]], ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.''HF''53.<br><span class="bld">II</span> to [[be sealed]], of a contract, ''BCH''35.43 (Delos). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' [[исключаться]], [[изгоняться]] (δόμων Eur. - in tmesi). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκσφρᾱγίζομαι''': ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br />Pass. to be [[shut]] out from, Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass.,
A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.
II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).
Russian (Dvoretsky)
ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
Greek Monolingual
ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
Greek Monotonic
ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.