ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksfragizomai
|Transliteration C=eksfragizomai
|Beta Code=e)ksfragi/zomai
|Beta Code=e)ksfragi/zomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be shut out from</b>, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>53</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be sealed</b>, of a contract, <span class="title">BCH</span>35.43 (Delos).</span>
|Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be shut out from]], ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.''HF''53.<br><span class="bld">II</span> to [[be sealed]], of a contract, ''BCH''35.43 (Delos).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' [[исключаться]], [[изгоняться]] (δόμων Eur. - in tmesi).
}}
{{ls
|lstext='''ἐκσφρᾱγίζομαι''': ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br />Pass. to be [[shut]] out from, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσφρᾱγίζομαι Medium diacritics: ἐκσφραγίζομαι Low diacritics: εκσφραγίζομαι Capitals: ΕΚΣΦΡΑΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eksphragízomai Transliteration B: eksphragizomai Transliteration C: eksfragizomai Beta Code: e)ksfragi/zomai

English (LSJ)

Pass.,
A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.
II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).

Russian (Dvoretsky)

ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.

Greek Monolingual

ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.

Greek Monotonic

ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
Pass. to be shut out from, Eur.