τράχουρος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trachouros | |Transliteration C=trachouros | ||
|Beta Code=tra/xouros | |Beta Code=tra/xouros | ||
|Definition=[ᾱ, or τρᾱχοῦρος, ὁ, (οὐρά) a sea-fish, | |Definition=[ᾱ, or τρᾱχοῦρος, ὁ, ([[οὐρά]]) a sea-fish, '[[rough-tail]]', [[the horse-mackerel]], [[Caranx trachurus]], Numen. ap. Ath.7.326a, Phylotim. ap.Gal.6.727, Opp.''H.''1.99; = [[sorus]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ, or τρᾱχοῦρος, ὁ, (οὐρά) a sea-fish, 'rough-tail', the horse-mackerel, Caranx trachurus, Numen. ap. Ath.7.326a, Phylotim. ap.Gal.6.727, Opp.H.1.99; = sorus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1136] od. τραχοῦρος, ὁ, der Rauchschwanz, ein Seefisch, Numen. bei Ath. VII, 326 b.
Greek (Liddell-Scott)
τράχουρος: ἢ τραχοῦρος, ὁ, (οὐρὰ) θαλάσσιός τις ἰχθὺς ἔχων τραχεῖαν οὐρὰν ὅμοιος πρὸς παλαμύδαν ἢ λακέρδαν, ἴσως «σαυρίδι», Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 326Α, Ὀππ. Ἁλ. 1. 99. - Ἴδε Κοραῆ μακρὰν σημείωσιν εἰς Ξενοκρ. σ. 60 καὶ 61.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τραχύουρος Ν, και τραχοῦρος, Α
γένος περκόμορφων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ-ουρος. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. trachurus].