κατακρίσιμος: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katakrisimos | |Transliteration C=katakrisimos | ||
|Beta Code=katakri/simos | |Beta Code=katakri/simos | ||
|Definition=[κρῐ], ον, < | |Definition=[κρῐ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[condemned]]: κατακρίσιμοι [[convicts]], Peripl.M.Rubr.59.<br><span class="bld">II</span> of a case, [[ready to be judged]], Sammelb. 5230.18 (i A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] zu verdammen, verdammlich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1356.png Seite 1356]] zu verdammen, verdammlich, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατακρίσιμος''': -ον, ὁ κατακεκριμένος, [[κατάδικος]]· ἡ [[χώρα]] ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατακρίσιμος]], -ον) [[κατακρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη [[ενέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο καταδικασμένος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
[κρῐ], ον,
A condemned: κατακρίσιμοι convicts, Peripl.M.Rubr.59.
II of a case, ready to be judged, Sammelb. 5230.18 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1356] zu verdammen, verdammlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρίσιμος: -ον, ὁ κατακεκριμένος, κατάδικος· ἡ χώρα ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατακρίσιμος, -ον) κατακρίνω
νεοελλ.
ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη ενέργεια»)
αρχ.
ο καταδικασμένος.