βιοπλανής: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vioplanis
|Transliteration C=vioplanis
|Beta Code=bioplanh/s
|Beta Code=bioplanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">wandering to get one's living, a beggar</b>, [[βιοπλανές]] (poet. nom. pl. for <b class="b3">-πλανέες</b>) <span class="bibl">Call. <span class="title">Fr.</span>497</span>: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. <span class="title">Et.Gen.</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>93.8</span>.</span>
|Definition=βιοπλανές, [[wandering to get one's living]], a [[beggar]], [[βιοπλανές]] (poet. nom. pl. for -πλανέες) Call. ''Fr.''497: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. ''Et.Gen.'', A.D.''Pron.''93.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βιοπλᾰνής) -ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. nom. βιοπλανές Call.<i>Fr</i>.489, acentuado βιόπλανες A.D.<i>Pron</i>.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.29]<br />[[de vida vagabunda]] de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.29<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[propio de una vida descarriada]] ἦθος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.15.19, [[ἄχθος]] ἀνάγκης Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.20.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βιοπλᾰνής''': -ές, πλανώμενος [[ὅπως]] πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, [[ἐπαίτης]], βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.
|lstext='''βιοπλᾰνής''': -ές, πλανώμενος [[ὅπως]] πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, [[ἐπαίτης]], βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βιοπλᾰνής) -ές<br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. nom. βιοπλανές Call.<i>Fr</i>.489, acentuado βιόπλανες A.D.<i>Pron</i>.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.29]<br />[[de vida vagabunda]] de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.13.29<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[propio de una vida descarriada]] ἦθος Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.15.19, [[ἄχθος]] ἀνάγκης Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.20.23.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βιοπλανής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα [[προς]] το ζην, ο [[ζητιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλανώμαι]] «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].
|mltxt=[[βιοπλανής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα [[προς]] το ζην, ο [[ζητιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλανώμαι]] «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοπλᾰνής Medium diacritics: βιοπλανής Low diacritics: βιοπλανής Capitals: ΒΙΟΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: bioplanḗs Transliteration B: bioplanēs Transliteration C: vioplanis Beta Code: bioplanh/s

English (LSJ)

βιοπλανές, wandering to get one's living, a beggar, βιοπλανές (poet. nom. pl. for -πλανέες) Call. Fr.497: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. Et.Gen., A.D.Pron.93.8.

Spanish (DGE)

(βιοπλᾰνής) -ές
• Morfología: [plu. nom. βιοπλανές Call.Fr.489, acentuado βιόπλανες A.D.Pron.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29]
de vida vagabunda de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29
de abstr. propio de una vida descarriada ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.15.19, ἄχθος ἀνάγκης Nonn.Par.Eu.Io.20.23.

German (Pape)

[Seite 445] ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βιοπλᾰνής: -ές, πλανώμενος ὅπως πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐπαίτης, βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.

Greek Monolingual

βιοπλανής, -ές (Α)
αυτός που περιπλανιέται για να αποκτήσει τα προς το ζην, ο ζητιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -πλανής < πλανώμαι «περιπλανιέμαι, περιφέρομαι»].