ἀντιπροΐσχομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antiproischomai | |Transliteration C=antiproischomai | ||
|Beta Code=a)ntiproi/+sxomai | |Beta Code=a)ntiproi/+sxomai | ||
|Definition=[[hold out before one]], [[present]], as weapons, ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως | |Definition=[[hold out before one]], [[present]], as weapons, ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.''Or.''32.357b:—[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has the Act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[presentar]], [[ofrecer]] (ἡ λύπη) ἀντιπροϊσχομένη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.<i>Or</i>.32.357b<br /><b class="num">•</b>en v. act. | |dgtxt=[[presentar]], [[ofrecer]] (ἡ λύπη) ἀντιπροϊσχομένη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.<i>Or</i>.32.357b<br /><b class="num">•</b>en v. act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπροΐσχομαι''': ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, [[ἀντιτάσσω]], [[ἐπειδὰν]] ἡ [[λύπη]] ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι». | |lstext='''ἀντιπροΐσχομαι''': ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, [[ἀντιτάσσω]], [[ἐπειδὰν]] ἡ [[λύπη]] ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
hold out before one, present, as weapons, ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b:—Hsch. has the Act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι.
Spanish (DGE)
presentar, ofrecer (ἡ λύπη) ἀντιπροϊσχομένη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b
•en v. act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροΐσχομαι: ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, ἀντιτάσσω, ἐπειδὰν ἡ λύπη ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι».