ἀντιπροΐσχομαι
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
hold out before one, present, as weapons, ἡ λύπη ἀ. τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b:—Hsch. has the Act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι.
Spanish (DGE)
presentar, ofrecer (ἡ λύπη) ἀντιπροϊσχομένη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Them.Or.32.357b
•en v. act. ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπροΐσχομαι: ἀποθ., κρατῶ τι ἐνώπιόν τινος, ἀντιτάσσω, ἐπειδὰν ἡ λύπη ἀμύνηται καρτερῶς καὶ τὰς προσβολὰς ἀποκρούηται τοῦ λόγου, ἀντιπροϊσχόμενη τὰ ἄμαχα κέντρα τῆς φύσεως Θεμίστ. 357Β: - τὸ ἐνεργητ. εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. «ἀντιπροΐσχειν· ἀντιδοῦναι».