ἀνεπίσχετος: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepischetos
|Transliteration C=anepischetos
|Beta Code=a)nepi/sxetos
|Beta Code=a)nepi/sxetos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be stopped</b>, ὁρμή <span class="bibl">J.<span class="title">Vit.</span>51</span>; φορή <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>2.5</span>; σακρύων ἀ. πηγαί <span class="bibl">Aristaenet.2.5</span>; of persons, <span class="bibl">Ph.2.268</span>. Adv. -τως <span class="bibl">Id.1.296</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span> 27</span>.</span>
|Definition=ἀνεπίσχετον, [[not to be stopped]], ὁρμή J.''Vit.''51; φορή Aret.''SD''2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. [[ἀνεπισχέτως]] Id.1.296, Plu.''Ages.'' 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser detenido]], [[incontenible]] ὁρμή I.<i>Vit</i>.265, φορή Aret.<i>SD</i> 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20<br /><b class="num">•</b>de pers., Ph.2.268.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inconteniblemente]] αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.<i>Ages</i>.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίσχετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, [[ἀκράτητος]], φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.
|lstext='''ἀνεπίσχετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, [[ἀκράτητος]], φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίσχετος]], -ον (Α) [[επέχω]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να σταματήσει, [[ακατάσχετος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίσχετος Medium diacritics: ἀνεπίσχετος Low diacritics: ανεπίσχετος Capitals: ΑΝΕΠΙΣΧΕΤΟΣ
Transliteration A: anepíschetos Transliteration B: anepischetos Transliteration C: anepischetos Beta Code: a)nepi/sxetos

English (LSJ)

ἀνεπίσχετον, not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. ἀνεπισχέτως Id.1.296, Plu.Ages. 27.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede ser detenido, incontenible ὁρμή I.Vit.265, φορή Aret.SD 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20
de pers., Ph.2.268.
2 adv. -ως inconteniblemente αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.Ages.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.

German (Pape)

[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.

Greek Monolingual

ἀνεπίσχετος, -ον (Α) επέχω
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος.