ἀνεπίσχετος: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(big3_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepischetos | |Transliteration C=anepischetos | ||
|Beta Code=a)nepi/sxetos | |Beta Code=a)nepi/sxetos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεπίσχετον, [[not to be stopped]], ὁρμή J.''Vit.''51; φορή Aret.''SD''2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. [[ἀνεπισχέτως]] Id.1.296, Plu.''Ages.'' 27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser detenido]], [[incontenible]] ὁρμή I.<i>Vit</i>.265, φορή Aret.<i>SD</i> 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20<br /><b class="num">•</b>de pers., Ph.2.268.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[inconteniblemente]] αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.<i>Ages</i>.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἀνεπίσχετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, [[ἀκράτητος]], φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27. | |lstext='''ἀνεπίσχετος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, [[ἀκράτητος]], φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἀνεπίσχετος]], -ον (Α) [[επέχω]]<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να σταματήσει, [[ακατάσχετος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπίσχετον, not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. ἀνεπισχέτως Id.1.296, Plu.Ages. 27.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser detenido, incontenible ὁρμή I.Vit.265, φορή Aret.SD 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20
•de pers., Ph.2.268.
2 adv. -ως inconteniblemente αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.Ages.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.
German (Pape)
[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.
Greek Monolingual
ἀνεπίσχετος, -ον (Α) επέχω
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ακατάσχετος.