σταφιδευταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stafideftaios
|Transliteration C=stafideftaios
|Beta Code=stafideutai=os
|Beta Code=stafideutai=os
|Definition=α, ον, (σταφίς) [[of dried grapes]],= στεμφυλίτης, τρύγες <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>3.17</span>; σταφίδιοι [[οἶνοι]] [[raisin]] wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.<span class="title">Fr.</span>19, <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=α, ον, ([[σταφίς]]) [[of dried grapes]], = στεμφυλίτης, τρύγες Hp.''Morb.''3.17; σταφίδιοι [[οἶνοι]] [[raisin]] wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.''Fr.''19, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] [[van gedroogde druiven]].
|elnltext=σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] [[van gedroogde druiven]].
}}
}}

Revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῐδευταῖος Medium diacritics: σταφιδευταῖος Low diacritics: σταφιδευταίος Capitals: ΣΤΑΦΙΔΕΥΤΑΙΟΣ
Transliteration A: staphideutaîos Transliteration B: staphideutaios Transliteration C: stafideftaios Beta Code: stafideutai=os

English (LSJ)

α, ον, (σταφίς) of dried grapes, = στεμφυλίτης, τρύγες Hp.Morb.3.17; σταφίδιοι οἶνοι raisin wines, ibid.; σταφιδίτης οἶνος Orib.Fr.19, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 930] von getrockneten und gepreßten Weinbeeren, Hippocr., τρὺξ στεμφυλῖτις σταφ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφῐδευταῖος: -α, -ον, (σταφὶς) ὁ ἐκ ξηρῶν σταφυλῶν ἤτοι σταφίδων, ὡς τὸ στεμφυλίτης, Ἱππ. 497. 8· σταφίδιος οἶνος, ὁ ἐξ ἀσταφίδων, αὐτόθι 7· σταφιδίτης οἶνος Γλωσσ., ἑτέρα γραφὴ σταφιδευτέος, ἴδε Θ. Παπαδημητρακόπουλου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 111.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
φρ. «σταφιδευταῖος οἶνος» — κρασί από ξηρή σταφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + κατάλ. -αῖοςπιθ. μέσω αμάρτυρου σταφιδευτής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφιδευταῖος -α -ον [σταφίς] van gedroogde druiven.