ἀλφιτοπώλης: Difference between revisions
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alfitopolis | |Transliteration C=alfitopolis | ||
|Beta Code=a)lfitopw/lhs | |Beta Code=a)lfitopw/lhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀλφιτοπώλου, ὁ, [[seller of]] [[ἄλφιτα]], Nicoph.19:—fem. [[ἀλφιτόπωλις]], D.L.6.9, 7.168; as adjective, <b class="b3">ἀ. στοά</b> [[flour]]-market at Athens, Ar.''Ec.'' 682. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[vendedor de harina de cebada]] Nicopho 9, Luc.<i>DMeretr</i>.7.2. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0112.png Seite 112]] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλφῐτοπώλης:''' ου ὁ Luc. = [[ἀλφιταμοιβός]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀλφῐτοπώλης''': -ου, ὁ, = [[ἀλφιταμοιβός]], Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις [[στοά]], ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλφιτοπώλης]], ο (θηλ. <i>ἀλφιτόπωλίς</i>) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εμπορεύεται [[άλφιτα]], ο [[αλευροπώλης]]<br /><b>2.</b> (<b>ως επίθ. στη φρ.</b>) «[[ἀλφιτόπωλις]] [[στοά]]», [[αγορά]] της Αθήνας, όπου πουλούσαν [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]](-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] <span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀλφιτοπώλου, ὁ, seller of ἄλφιτα, Nicoph.19:—fem. ἀλφιτόπωλις, D.L.6.9, 7.168; as adjective, ἀ. στοά flour-market at Athens, Ar.Ec. 682.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de harina de cebada Nicopho 9, Luc.DMeretr.7.2.
German (Pape)
[Seite 112] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e.
Russian (Dvoretsky)
ἀλφῐτοπώλης: ου ὁ Luc. = ἀλφιταμοιβός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοπώλης: -ου, ὁ, = ἀλφιταμοιβός, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις στοά, ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682.
Greek Monolingual
ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά της Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].