τριστιχία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tristichia | |Transliteration C=tristichia | ||
|Beta Code=tristixi/a | |Beta Code=tristixi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[triple row]], Gal.14.771.<br><span class="bld">2</span> [[union of three verses]], <b class="b3">τ. ἰαμβική</b> Sch.Ar.''Ra.''326 (-στοιχ-). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A triple row, Gal.14.771.
2 union of three verses, τ. ἰαμβική Sch.Ar.Ra.326 (-στοιχ-).
Greek (Liddell-Scott)
τριστιχία: ἡ, τρεῖς σειραί, τριπλῆ σειρά, φαλάγγωσις δέ ἐστιν, ὅταν διστιχία ἢ τριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν ᾖ ἐν τῷ ἄνω ἢ ἐν τῷ κάτω βλεφάρῳ Γαλην. 14. 771. 2) ἕνωσις τριῶν στίχων, τρ. ἰαμβικὴ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 324.
Greek Monolingual
ἡ, Α τρίστιχος
1. τριπλή σειρά («τριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν», Γαλ.)
2. (μετρ.) ένωση τριών στίχων.