ἀπολυπραγμόνητος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apolypragmonitos | |Transliteration C=apolypragmonitos | ||
|Beta Code=a)polupragmo/nhtos | |Beta Code=a)polupragmo/nhtos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀπολυπραγμόνητον, [[not meddled with]], prob. in ''SIG''399.24 (Delph.). Adv. [[ἀπολυπραγμονήτως]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπεριέργως]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] de los privilegios concedidos a los artistas dionisíacos <i>FD</i> 2.68.84 (III a.C.), de Dios y sus acciones, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.97, Cyr.Al.M.70.964A, de la fe y sus verdades, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.97) Cyr.Al.M.76.913A, 1056B.<br /><b class="num">2</b> [[que no discute]], [[no inquisitivo]], [[reverente]] στοργή Nil.M.79.280D. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολυπραγμόνητος''': -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν [[ἀναγκαῖον]] οἷς ἂν λέγῃ [[θεός]]· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' | |lstext='''ἀπολυπραγμόνητος''': -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν [[ἀναγκαῖον]] οἷς ἂν λέγῃ [[θεός]]· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπολυπραγμόνητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να πολυεξετάζει. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπολυπραγμόνητον, not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv. ἀπολυπραγμονήτως Hsch. s.v. ἀπεριέργως.
Spanish (DGE)
-ον
1 indiscutible de los privilegios concedidos a los artistas dionisíacos FD 2.68.84 (III a.C.), de Dios y sus acciones, Gr.Nyss.Eun.2.97, Cyr.Al.M.70.964A, de la fe y sus verdades, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.97) Cyr.Al.M.76.913A, 1056B.
2 que no discute, no inquisitivo, reverente στοργή Nil.M.79.280D.
German (Pape)
[Seite 313] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυπραγμόνητος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν ἀναγκαῖον οἷς ἂν λέγῃ θεός· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.
Greek Monolingual
ἀπολυπραγμόνητος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να πολυεξετάζει.