κοτυλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kotyliaios
|Transliteration C=kotyliaios
|Beta Code=kotuliai=os
|Beta Code=kotuliai=os
|Definition=α, ον, [[holding a]] [[κοτύλη]], Antig.Car. ap.<span class="bibl">Ath.10.420a</span>, <span class="bibl">D.L.2.139</span>; [[λήκυθοι]] Hippoloch. ap. <span class="bibl">Ath.3.129b</span>:— also written κοτυλ-ιεῖος, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>89.4</span> (iii B. C.).
|Definition=α, ον, [[holding a]] [[κοτύλη]], Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; [[λήκυθοι]] Hippoloch. ap. Ath.3.129b:—also written κοτυλ-ιεῖος, ''PCair.Zen.''89.4 (iii B. C.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la contenance d'un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
|btext=α, ον :<br />[[de la contenance d'un cotyle]].<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
{{pape
|ptext=<i>so groß wie eine Kotyle, eine Kotyle [[haltend]]</i>; Antig. Car. bei Ath. X.420a; λήκυθοι <i>ibd</i>. III.129b; vgl. DL. 2.139.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοτυλιαίος]], -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοτύλη]] του ιερού οστού ([[κοτυλιαίος]] [[δακτύλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει μια [[κοτύλη]], [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]] («τὸ δὲ περιαγόμενον [[ποτήριον]] οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> / -<i>ιεῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i> / <i>μηνι</i>-<i>είος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοτυλιαίος]], -αία, -ον και κοτυλιεῖος, -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοτύλη]] του ιερού οστού ([[κοτυλιαίος]] [[δακτύλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει μια [[κοτύλη]], [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]] («τὸ δὲ περιαγόμενον [[ποτήριον]] οὐ μεῖζον ἦν κοτυλιαίου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> / -<i>ιεῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i> / <i>μηνι</i>-<i>είος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλιαῖος Medium diacritics: κοτυλιαῖος Low diacritics: κοτυλιαίος Capitals: ΚΟΤΥΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kotyliaîos Transliteration B: kotyliaios Transliteration C: kotyliaios Beta Code: kotuliai=os

English (LSJ)

α, ον, holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:—also written κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la contenance d'un cotyle.
Étymologie: κοτύλη.

German (Pape)

so groß wie eine Kotyle, eine Kotyle haltend; Antig. Car. bei Ath. X.420a; λήκυθοι ibd. III.129b; vgl. DL. 2.139.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλιαῖος: емкостью в одну котилу (ποτήριον Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλιαῖος: -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α κοτυλιαίος, -αία, -ον και κοτυλιεῖος, -εία, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη του ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος»)
αρχ.
αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῖζον ἦν κοτυλιαίου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + επίθημα -ιαῖος / -ιεῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος / μηνι-είος)].