Κερβέριοι: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Kerberioi | |Transliteration B=Kerberioi | ||
|Transliteration C=Kerverioi | |Transliteration C=Kerverioi | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*kerbe/rioi | ||
|Definition=οἱ, Comic form of | |Definition=οἱ, Comic form of [[Κιμμέριοι]], read by Crates in Od.11.14 (Κερβερέων Aristarch. (?)), and apptly. by Ar.''Ra.''187: with a play upon [[Κέρβερος]], cf. ''EM''513.45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων (οἱ) :<br />les Kerbéries, <i>autre n. des Cimmériens</i>, SOPH. (<i>EM</i> p. 543.43) ; AR. <i>Ran</i>. 187 (<i>cf</i>. Κιμμέριοι). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κερβέριοι:''' οἱ керберии Arph. = [[Κιμμέριοι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κερβέριοι''': οἱ, κωμικὸς [[τύπος]] τοῦ [[Κιμμέριοι]], ἀναγινωσκόμ. παρὰ τῷ Κράτ. καὶ κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐν Ὀδ. Λ. 14 (κατὰ τοὺς Σχολ.), καί, ὡς φαίνεται, παρὰ τῷ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 187· | |lstext='''Κερβέριοι''': οἱ, κωμικὸς [[τύπος]] τοῦ [[Κιμμέριοι]], ἀναγινωσκόμ. παρὰ τῷ Κράτ. καὶ κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐν Ὀδ. Λ. 14 (κατὰ τοὺς Σχολ.), καί, ὡς φαίνεται, παρὰ τῷ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 187· μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ [[Κέρβερος]], πρβλ. Μεγ. Ἐτυμολ. 513. 43 ([[ἔνθα]] ἴδε Gaisf.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κερβέριοι]], οἱ (Α) [[Κέρβερος]]<br />κωμική [[ονομασία]] τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική [[αναφορά]] [[προς]] τον Κέρβερο. | |mltxt=[[Κερβέριοι]], οἱ (Α) [[Κέρβερος]]<br />κωμική [[ονομασία]] τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική [[αναφορά]] [[προς]] τον Κέρβερο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
οἱ, Comic form of Κιμμέριοι, read by Crates in Od.11.14 (Κερβερέων Aristarch. (?)), and apptly. by Ar.Ra.187: with a play upon Κέρβερος, cf. EM513.45.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Kerbéries, autre n. des Cimmériens, SOPH. (EM p. 543.43) ; AR. Ran. 187 (cf. Κιμμέριοι).
Russian (Dvoretsky)
Κερβέριοι: οἱ керберии Arph. = Κιμμέριοι.
Greek (Liddell-Scott)
Κερβέριοι: οἱ, κωμικὸς τύπος τοῦ Κιμμέριοι, ἀναγινωσκόμ. παρὰ τῷ Κράτ. καὶ κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐν Ὀδ. Λ. 14 (κατὰ τοὺς Σχολ.), καί, ὡς φαίνεται, παρὰ τῷ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 187· μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Κέρβερος, πρβλ. Μεγ. Ἐτυμολ. 513. 43 (ἔνθα ἴδε Gaisf.).
Greek Monolingual
Κερβέριοι, οἱ (Α) Κέρβερος
κωμική ονομασία τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική αναφορά προς τον Κέρβερο.