συγγραφοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syggrafofylaks
|Transliteration C=syggrafofylaks
|Beta Code=suggrafofu/lac
|Beta Code=suggrafofu/lac
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[keeper of bonds]] or [[contracts]], PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>265.7</span> (iii B.C.), <span class="title">OGI</span>120 (Naukratis, ii B.C.), etc.
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[keeper of bonds]] or [[contracts]], PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), ''PCair.Zen.''265.7 (iii B.C.), ''OGI''120 (Naukratis, ii B.C.), etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />(στην Αίγυπτο) [[υπάλληλος]] [[αρμόδιος]] για τη [[φύλαξη]] συμβολαίων και άλλων εγγράφων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγραφή]] «[[έγγραφο]], [[συμβόλαιο]]» / [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[σκευοφύλαξ]])].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />(στην Αίγυπτο) [[υπάλληλος]] [[αρμόδιος]] για τη [[φύλαξη]] συμβολαίων και άλλων εγγράφων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγραφή]] «[[έγγραφο]], [[συμβόλαιο]]» / [[φύλαξ]] ([[πρβλ]]. [[σκευοφύλαξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφοφῠ́λᾰξ Medium diacritics: συγγραφοφύλαξ Low diacritics: συγγραφοφύλαξ Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: syngraphophýlax Transliteration B: syngraphophylax Transliteration C: syggrafofylaks Beta Code: suggrafofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of bonds or contracts, PHib. 1.84 (a).14, al. (iv/iii B.C.), PCair.Zen.265.7 (iii B.C.), OGI120 (Naukratis, ii B.C.), etc.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευοφύλαξ)].