κλιτικός: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klitikos | |Transliteration C=klitikos | ||
|Beta Code=klitiko/s | |Beta Code=klitiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κλιτική, κλιτικόν, [[inflectional]], τὸ κ. μέρος A.D.''Synt.''180.10; <b class="b3">κ. ἔκτασις</b> [[temporal]] augment, Choerob. ''in Theod.'' 2.81, ''EM''295.14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1455.png Seite 1455]] zur grammatischen Abwandlung eines Wortes, zur Deklination und Conjugation gehörig, E. M. u. Apoll. Dysc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1455.png Seite 1455]] zur grammatischen Abwandlung eines Wortes, zur Deklination und Conjugation gehörig, E. M. u. Apoll. Dysc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῐτικός:''' [[κλίσις]] 4] грам. флексионный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτικός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κλίση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν [[μέρος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιτικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτικός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κλίση]] τών κλιτών [[μερών]] του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν [[μέρος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιτικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
κλιτική, κλιτικόν, inflectional, τὸ κ. μέρος A.D.Synt.180.10; κ. ἔκτασις temporal augment, Choerob. in Theod. 2.81, EM295.14.
German (Pape)
[Seite 1455] zur grammatischen Abwandlung eines Wortes, zur Deklination und Conjugation gehörig, E. M. u. Apoll. Dysc.
Russian (Dvoretsky)
κλῐτικός: κλίσις 4] грам. флексионный.
Greek (Liddell-Scott)
κλῐτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν κλίσιν ἢ τὸν σχηματισμόν, κλ. ἔκτασις, ἡ χρονικὴ αὔξησις, κλιτικὴ ἔκτασις Ἐτυμ. Μέγ. 295. 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλιτικός, -ή, -όν) κλίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση τών κλιτών μερών του λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν μέρος», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιτικές γλώσσες»
γλωσσ. παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες.