διαπερονάω: Difference between revisions
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaperonao | |Transliteration C=diaperonao | ||
|Beta Code=diaperona/w | |Beta Code=diaperona/w | ||
|Definition=[[pin]] or [[pierce through]], σφυρὰ σιδήρῳ | |Definition=[[pin]] or [[pierce through]], σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64; τινὰ διαμπάξ Agath.1.9:—Pass., Id.2.9, al., Luc.''Gall.''24; σαυνίῳ διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
pin or pierce through, σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64; τινὰ διαμπάξ Agath.1.9:—Pass., Id.2.9, al., Luc.Gall.24; σαυνίῳ διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64.
Spanish (DGE)
atravesar, traspasar con algo punzante σφυρὰ σιδήρῳ D.S.4.64, (ἐμέ) τῷ δορατίῳ D.Chr.4.59, (βέλος) τὸν ἄνδρα διαμπάξ Agath.1.9.4, en v. pas. διὰ τοῦ θυρεοῦ διαπερονηθείς D.H.9.64, ἐν σάκει ... διαπεπερονημένῳ τοῖς ἥλοις Sch.A.Th.539-542, de vestidos οἱ δὲ κόλακες ... περόναις χρυσαῖς διαπεπερονημένοι Eun.Hist.62.2.
German (Pape)
[Seite 595] (mit der Nadel) durchstechen, durchbohren; τὰ σφυρὰ σιδήρῳ D. Sic. 4, 64; σαυνίῳ Dion. Hal. 9, 64.
Greek (Liddell-Scott)
διαπερονάω: καρφώνω, διατρυπῶ, σφυρὰ σιδήρῳ Διόδ. 4. 64. σαυνίῳ διὰ τὸ σάκος διαπερονηθεὶς Διον. Ἁλ. 9. 64.
Russian (Dvoretsky)
διαπερονάω: прокалывать (τὰ σφυρὰ σιδήρῳ Diod.).