τυπογράφος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=typografos
|Transliteration C=typografos
|Beta Code=tupogra/fos
|Beta Code=tupogra/fos
|Definition=[ᾰ], ὁ, or τῠπ-ον, τό, [[certified copy]], <b class="b3">-γράφου γαμικοῦ</b> [[copy of]] marriage [[lines]], Jahresh.18 <span class="title">Beibl.</span>287 (Ephesus, i B. C.).
|Definition=[ᾰ], ὁ, or τυπογράφον, τό, [[certified copy]], <b class="b3">-γράφου γαμικοῦ</b> [[copy of]] marriage [[lines]], Jahresh.18 ''Beibl.''287 (Ephesus, i B. C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τυπογράφος]], ΝΑ, και [[τυπογράφος]], η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] ή [[επαγγελματίας]] που ασχολείται με την [[τυπογραφία]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[στοιχειοθέτης]]<br />(| <b>αρχ.</b> (το αρσ. και το ουδ.) [[αντίγραφο]] πιστοποιητικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
|mltxt=ο / [[τυπογράφος]], ΝΑ, και [[τυπογράφος]], η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] ή [[επαγγελματίας]] που ασχολείται με την [[τυπογραφία]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[στοιχειοθέτης]]<br />(| <b>αρχ.</b> (το αρσ. και το ουδ.) [[αντίγραφο]] πιστοποιητικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπογράφος Medium diacritics: τυπογράφος Low diacritics: τυπογράφος Capitals: ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: typográphos Transliteration B: typographos Transliteration C: typografos Beta Code: tupogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, or τυπογράφον, τό, certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).

Greek Monolingual

ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(