κασοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kasopoios | |Transliteration C=kasopoios | ||
|Beta Code=kasopoio/s | |Beta Code=kasopoio/s | ||
|Definition=ὁ, (κασῆς, κάσσος) | |Definition=ὁ, ([[κασῆς]], [[κάσσος]]) [[maker of thick garments]], PPetr.2p.108 (iii B.C.), ''Ostr.''1616, al. (ii B.C.):—also [[κασσοποιός]] ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κασοποιός]] και [[κασσοποιός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατασκευαστής]] κασών, κασονιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> [[κατασκευαστής]] χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (κασῆς, κάσσος) maker of thick garments, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Ostr.1616, al. (ii B.C.):—also κασσοποιός (q.v.).
Greek Monolingual
ο (Α κασοποιός και κασσοποιός)
νεοελλ.
κατασκευαστής κασών, κασονιών
αρχ.
πάπ. κατασκευαστής χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ.