ἐπισκεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episkeptikos | |Transliteration C=episkeptikos | ||
|Beta Code=e)piskeptiko/s | |Beta Code=e)piskeptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπισκεπτική, ἐπισκεπτικόν, [[fit for examining]], τινός Arr.''Epict.''1.17.10; μέθοδος S.E.''M.''5.3. Adv. [[ἐπισκεπτικῶς]] Ptol.''Tetr.''171. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπισκεπτική, ἐπισκεπτικόν, fit for examining, τινός Arr.Epict.1.17.10; μέθοδος S.E.M.5.3. Adv. ἐπισκεπτικῶς Ptol.Tetr.171.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκεπτικός: исследовательский, исследующий (μέθοδος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκεπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἐξέτασιν, μέθοδος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 3.
Greek Monolingual
ἐπισκεπτικός, -ή, -όν (AM) επισκέπτης
ο κατάλληλος για έρευνα.