ἠλιβάτας: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ilivatas
|Transliteration C=ilivatas
|Beta Code=h)liba/tas
|Beta Code=h)liba/tas
|Definition=[<b class="b3">βᾰ], ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">haunting the heights</b>, τράγος <span class="bibl">Antiph.133.3</span>, cf. <span class="bibl">Anaxil.12</span> (<b class="b3">-βάτους</b> codd.):—hence ἡλῐ-βᾰτέω, <b class="b2">haunt the heights</b>, Sch. <span class="bibl">Il.15.273</span>.</span>
|Definition=[βᾰ], ὁ, [[haunting the heights]], [[τράγος]] Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (ἠλιβάτους codd.):—hence [[ἡλιβατέω]], [[haunt the heights]], Sch. Il.15.273.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).
|lstext='''ἠλιβάτας''': -ου, ὁ, [[ἀναβαίνω]] εἰς ὑψηλὰ μέρη, [[τράγος]] Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 ([[ἔνθα]] ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἠλιβάτας]], ὁ (Α)<br />αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει [[ψηλά]] («ἡλιβάτας [[τράγος]]», Αντιφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ηλίβατος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐβάτᾱς Medium diacritics: ἠλιβάτας Low diacritics: ηλιβάτας Capitals: ΗΛΙΒΑΤΑΣ
Transliteration A: ēlibátas Transliteration B: ēlibatas Transliteration C: ilivatas Beta Code: h)liba/tas

English (LSJ)

[βᾰ], ὁ, haunting the heights, τράγος Antiph.133.3, cf. Anaxil.12 (ἠλιβάτους codd.):—hence ἡλιβατέω, haunt the heights, Sch. Il.15.273.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλιβάτας: -ου, ὁ, ἀναβαίνω εἰς ὑψηλὰ μέρη, τράγος Ἀντιφ. Κυκλ. 2. 3, πρβλ. Ἀναξίλ. Κιρκ. 1 (ἔνθα ἀντὶ δέλφακας ἠλιβάτους, πιθανῶς διορθωτέον -βάτας).

Greek Monolingual

ἠλιβάτας, ὁ (Α)
αυτός που συχνάζει στα ύψη ή ανεβαίνει ψηλά («ἡλιβάτας τράγος», Αντιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηλίβατος].