ἁψιδωτός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apsidotos | |Transliteration C=apsidotos | ||
|Beta Code=a(yidwto/s | |Beta Code=a(yidwto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἁψιδωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[vaulted]], ''Glossaria''<br><span class="bld">2</span> [[with tyres]], τροχός ''Edict.Diocl.'' 15.32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[abovedado]], <i>Gloss</i>.2.24.<br /><b class="num">2</b> [[con llantas]] τροχός <i>DP</i> 15.32, 33. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁψῐδωτός''': -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310. | |lstext='''ἁψῐδωτός''': -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁψιδωτός]], -ή, -ό) [<i>αψιδώ</i> (-<i>ώνω</i>)]<br />κυρτωμένος σε [[σχήμα]] αψίδας<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς) αυτός που έχει [[στεφάνη]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁψιδωτός]], -ή, -ό) [<i>αψιδώ</i> (-<i>ώνω</i>)]<br />κυρτωμένος σε [[σχήμα]] αψίδας<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροχούς) αυτός που έχει [[στεφάνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἁψιδωτόν,
A vaulted, Glossaria
2 with tyres, τροχός Edict.Diocl. 15.32.
Spanish (DGE)
-όν
1 abovedado, Gloss.2.24.
2 con llantas τροχός DP 15.32, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐδωτός: -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἁψιδωτός, -ή, -ό) [αψιδώ (-ώνω)]
κυρτωμένος σε σχήμα αψίδας
αρχ.
(για τροχούς) αυτός που έχει στεφάνη.