τριτώ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trito
|Transliteration C=trito
|Beta Code=tritw/
|Beta Code=tritw/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κεφαλή]], v. [[Τριτογένεια]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = [[Τριτογένεια]], <span class="title">AP</span>6.194.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[κεφαλή]], v. [[Τριτογένεια]].<br><span class="bld">II</span> Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = [[Τριτογένεια]], ''AP''6.194.
}}
{{ls
|lstext='''τρῑτώ''': ἡ, = [[κεφαλή]], ἴδε ἐν λ. [[Τριτογένεια]]. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = [[Τριτογένεια]], Ἀνθ. Π. 6, 194.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Α [[τρίτος]]<br />(για τη νέα [[σελήνη]]) [[είμαι]] τριών ημερών.<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Τριτώ</i><br />η [[Τριτογένεια]], η Αθηνά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το κύριο όν. <i>Τριτώ</i> ως [[προσωνυμία]] της Αθηνάς [[είναι]] υποκορ. [[σχηματισμός]] με [[απόσπαση]] του α' συνθετικού της λ. [[Τριτογένεια]] και [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα ([[πρβλ]]. [[Λητώ]]). Το προσηγορικό [[τριτώ]], εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «[[κεφαλή]]», αν και πρόκειται [[μάλλον]] για αμφίβολη λ.].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[κεφαλή]], Gramm. S. [[Τριτογένεια]], nom. pr.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῑτώ Medium diacritics: τριτώ Low diacritics: τριτώ Capitals: ΤΡΙΤΩ
Transliteration A: tritṓ Transliteration B: tritō Transliteration C: trito Beta Code: tritw/

English (LSJ)

ἡ,
A = κεφαλή, v. Τριτογένεια.
II Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, AP6.194.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑτώ: ἡ, = κεφαλή, ἴδε ἐν λ. Τριτογένεια. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, Ἀνθ. Π. 6, 194.

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α τρίτος
(για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών.
(II)
ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. ως κύρ. όν. Τριτώ
η Τριτογένεια, η Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία της Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση του α' συνθετικού της λ. Τριτογένεια και επίθημα -ώ, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (πρβλ. Λητώ). Το προσηγορικό τριτώ, εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «κεφαλή», αν και πρόκειται μάλλον για αμφίβολη λ.].

German (Pape)

ἡ, = κεφαλή, Gramm. S. Τριτογένεια, nom. pr.