ἀντιδιασταλτικός: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antidiastaltikos | |Transliteration C=antidiastaltikos | ||
|Beta Code=a)ntidiastaltiko/s | |Beta Code=a)ntidiastaltiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ἀντιδιασταλτική, ἀντιδιασταλτικόν, [[distinctive]], A.D. ''Pron.''24.12, ''Synt.''97.17. Adv. [[ἀντιδιασταλτικῶς]] Id.''Pron.''40.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[distintivo]] en relación con la persona ἐκφορπά A.D.<i>Pron</i>.24.13, [[δεῖξις]] A.D.<i>Synt</i>.97.17.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de manera distintiva]] καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ. A.D.<i>Pron</i>.40.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιδιασταλτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου [[ἕστηκα]] ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ [[ἐμαυτοῦ]] οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 50Α. | |lstext='''ἀντιδιασταλτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου [[ἕστηκα]] ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ [[ἐμαυτοῦ]] οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 50Α. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντιδιασταλτική, ἀντιδιασταλτικόν, distinctive, A.D. Pron.24.12, Synt.97.17. Adv. ἀντιδιασταλτικῶς Id.Pron.40.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 distintivo en relación con la persona ἐκφορπά A.D.Pron.24.13, δεῖξις A.D.Synt.97.17.
2 adv. -ῶς de manera distintiva καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ. A.D.Pron.40.4.
German (Pape)
[Seite 251] trennend, Ap. Dysc. de pron. 289 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιασταλτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου ἕστηκα ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ ἐμαυτοῦ οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 50Α.