Ἰσιακός: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(2b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Isiakos | |Transliteration B=Isiakos | ||
|Transliteration C=Isiakos | |Transliteration C=Isiakos | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)isiako/s | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ή, όν, of or for [[Isis]], σύνοδος ''IGRom.''1.1303 (Philae, i B.C.): Subst. Ἰσιακός, ὁ, [[priest of Isis]], Dsc.3.23, Plu.2.352b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d'Isis ; ὁ [[Ἰσιακός]] prêtre d'Isis.<br />'''Étymologie:''' [[Ἶσις]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ἰσιᾰκός:''' [adj. к [[Ἶσις]] исидин: Ἰσιακαὶ στολαί Plut. одежды Исиды.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[жрец Исиды]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰσιᾰκός''': ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96. | |lstext='''Ἰσιᾰκός''': ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α) ([[Ἰσιακός]], -ή, -όν) [[Ίσις]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Α) ([[Ἰσιακός]], -ή, -όν) [[Ίσις]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[Ἰσιακός]]<br />[[ιερέας]] της Ίσιδος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ἰσιᾰκός:''' [ῑ], -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την Ίσιδα· θηλ. Ἰσιάς, <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''Ἰσιᾰκός:''' [ῑ], -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την Ίσιδα· θηλ. Ἰσιάς, <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=Ἰ¯σιᾰκός, ή, όν<br />of or for [[Isis]]:—fem. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Anth. [from Ἰ=σις] | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν [[de Isis]] de una cinta negra ἔχων τελαμῶνα ὁλομέλανα Ἰσιακὸν ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς <b class="b3">con una cinta enteramente negra de Isis sobre los ojos</b> P I 59 λαβὼν μέλαν Ἰσιακὸν περίβαλε τὴν χεῖράν σου <b class="b3">toma una cinta negra de Isis y envuelve tu mano</b> P VII 227 P VIII 67 de tinta εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χεῖράν σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ καὶ ἐμμάξῃς τὴν ζωγραφίαν τῷ Ἰσιακῷ μέλανι <b class="b3">a no ser que untes tu mano con aceite de nardos o rosas y manches el dibujo con tinta de Isis</b> P VII 231 de la forma de vestir de los sacerdotes ἴσθι δὲ σινδόνα καθαρὰν περιβεβλημένος Ἰσιακῷ σχήματι <b class="b3">ve envuelto en un lienzo limpio a la manera de un sacerdote de Isis</b> P IV 3096 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ή, όν, of or for Isis, σύνοδος IGRom.1.1303 (Philae, i B.C.): Subst. Ἰσιακός, ὁ, priest of Isis, Dsc.3.23, Plu.2.352b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'Isis ; ὁ Ἰσιακός prêtre d'Isis.
Étymologie: Ἶσις.
Russian (Dvoretsky)
Ἰσιᾰκός: [adj. к Ἶσις исидин: Ἰσιακαὶ στολαί Plut. одежды Исиды.
II ὁ жрец Исиды Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰσιᾰκός: ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α) (Ἰσιακός, -ή, -όν) Ίσις
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακός
ιερέας της Ίσιδος.
Greek Monotonic
Ἰσιᾰκός: [ῑ], -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την Ίσιδα· θηλ. Ἰσιάς, -άδος, ἡ, σε Ανθ.
Middle Liddell
Ἰ¯σιᾰκός, ή, όν
of or for Isis:—fem. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Anth. [from Ἰ=σις]
Léxico de magia
-όν de Isis de una cinta negra ἔχων τελαμῶνα ὁλομέλανα Ἰσιακὸν ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς con una cinta enteramente negra de Isis sobre los ojos P I 59 λαβὼν μέλαν Ἰσιακὸν περίβαλε τὴν χεῖράν σου toma una cinta negra de Isis y envuelve tu mano P VII 227 P VIII 67 de tinta εἰ μὴ ἐξαλείψῃς τὴν χεῖράν σου νάρδῳ ἢ ῥοδίνῳ καὶ ἐμμάξῃς τὴν ζωγραφίαν τῷ Ἰσιακῷ μέλανι a no ser que untes tu mano con aceite de nardos o rosas y manches el dibujo con tinta de Isis P VII 231 de la forma de vestir de los sacerdotes ἴσθι δὲ σινδόνα καθαρὰν περιβεβλημένος Ἰσιακῷ σχήματι ve envuelto en un lienzo limpio a la manera de un sacerdote de Isis P IV 3096