ἐξαρτισμός: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(big3_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksartismos
|Transliteration C=eksartismos
|Beta Code=e)cartismo/s
|Beta Code=e)cartismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">equipment</b> of a ship, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>21 (pl.): pl., <b class="b2">fittings</b>, PRyl.233.13 (ii A. D.): metaph., <b class="b3">τρόπων</b> Aristeas 144.</span>
|Definition=ὁ, [[equipment]] of a ship, ''Peripl.M.Rubr.''21 (pl.): pl., [[fittings]], PRyl.233.13 (ii A. D.): metaph., [[τρόπων]] Aristeas 144.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> plu. [[instalaciones]], [[equipamiento]] en una factoría comercial <i>Peripl.M.Rubri</i> 21, de una casa τιμὰς ... ἐξαρτισμῶν <i>PRyl</i>.233.13 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[ordenación]], [[regulación]] τρόπων ἐ. regulación de las costumbres</i> Aristeas 144.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἐξαρτισμός''': ὁ, τὸ ἐξαρτίζειν, ἐξοπλίζειν [[πλοῖον]], Βασιλικ. 15. 1, 3, Ἀρριαν. Τακτ. (;), οὕτω καὶ ἐξάρτῐσις, ἡ, Εὐστ. 56, 21 (;).
|lstext='''ἐξαρτισμός''': ὁ, τὸ ἐξαρτίζειν, ἐξοπλίζειν [[πλοῖον]], Βασιλικ. 15. 1, 3, Ἀρριαν. Τακτ. (;), οὕτω καὶ ἐξάρτῐσις, ἡ, Εὐστ. 56, 21 (;).
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> plu. [[instalaciones]], [[equipamiento]] en una factoría comercial <i>Peripl.M.Rubri</i> 21, de una casa τιμὰς ... ἐξαρτισμῶν <i>PRyl</i>.233.13 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[ordenación]], [[regulación]] τρόπων ἐ. regulación de las costumbres</i> Aristeas 144.
|mltxt=ο (AM [[ἐξαρτισμός]]) [[εξαρτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών σκευών που χρειάζονται στο [[πλοίο]] για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών σχοινιών του πλοίου<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> οι κεραίες και οι ιστοί του πλοίου, κν. η [[αρματωσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(κυρ. για [[πλοίο]]) [[εφοδιασμός]], [[εξοπλισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτισμός Medium diacritics: ἐξαρτισμός Low diacritics: εξαρτισμός Capitals: ΕΞΑΡΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exartismós Transliteration B: exartismos Transliteration C: eksartismos Beta Code: e)cartismo/s

English (LSJ)

ὁ, equipment of a ship, Peripl.M.Rubr.21 (pl.): pl., fittings, PRyl.233.13 (ii A. D.): metaph., τρόπων Aristeas 144.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 plu. instalaciones, equipamiento en una factoría comercial Peripl.M.Rubri 21, de una casa τιμὰς ... ἐξαρτισμῶν PRyl.233.13 (II d.C.).
2 fig. ordenación, regulación τρόπων ἐ. regulación de las costumbres Aristeas 144.

German (Pape)

[Seite 873] ὁ, dasselbe; Arr. Befrachtung der Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρτισμός: ὁ, τὸ ἐξαρτίζειν, ἐξοπλίζειν πλοῖον, Βασιλικ. 15. 1, 3, Ἀρριαν. Τακτ. (;), οὕτω καὶ ἐξάρτῐσις, ἡ, Εὐστ. 56, 21 (;).

Greek Monolingual

ο (AM ἐξαρτισμός) εξαρτίζω
νεοελλ.
1. το σύνολο τών σκευών που χρειάζονται στο πλοίο για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του
2. το σύνολο τών σχοινιών του πλοίου
3. συνεκδ. οι κεραίες και οι ιστοί του πλοίου, κν. η αρματωσιά
αρχ.
(κυρ. για πλοίο) εφοδιασμός, εξοπλισμός.