ἐξαρτισμός

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρτισμός Medium diacritics: ἐξαρτισμός Low diacritics: εξαρτισμός Capitals: ΕΞΑΡΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exartismós Transliteration B: exartismos Transliteration C: eksartismos Beta Code: e)cartismo/s

English (LSJ)

ὁ, equipment of a ship, Peripl.M.Rubr.21 (pl.): pl., fittings, PRyl.233.13 (ii A. D.): metaph., τρόπων Aristeas 144.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 plu. instalaciones, equipamiento en una factoría comercial Peripl.M.Rubri 21, de una casa τιμὰς ... ἐξαρτισμῶν PRyl.233.13 (II d.C.).
2 fig. ordenación, regulación τρόπων ἐ. regulación de las costumbres Aristeas 144.

German (Pape)

[Seite 873] ὁ, dasselbe; Arr. Befrachtung der Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρτισμός: ὁ, τὸ ἐξαρτίζειν, ἐξοπλίζειν πλοῖον, Βασιλικ. 15. 1, 3, Ἀρριαν. Τακτ. (;), οὕτω καὶ ἐξάρτῐσις, ἡ, Εὐστ. 56, 21 (;).

Greek Monolingual

ο (AM ἐξαρτισμός) εξαρτίζω
νεοελλ.
1. το σύνολο τών σκευών που χρειάζονται στο πλοίο για τον πλήρη εφοδιασμό και εξοπλισμό του
2. το σύνολο τών σχοινιών του πλοίου
3. συνεκδ. οι κεραίες και οι ιστοί του πλοίου, κν. η αρματωσιά
αρχ.
(κυρ. για πλοίο) εφοδιασμός, εξοπλισμός.