ἀνάλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analektos
|Transliteration C=analektos
|Beta Code=a)na/lektos
|Beta Code=a)na/lektos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">select, choice</b>, γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος <span class="bibl">Socr.<span class="title">Ep.</span>9</span>. -lectris, -idos, dub. in Ov.<span class="title">AA</span>3.273 (v. <b class="b3">ἀναληπτρίς</b>).</span>
|Definition=ἀνάλεκτον, [[select]], [[choice]], γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.''Ep.''9. -lectris, -idos, dub. in Ov.''AA''3.273 (v. [[ἀναληπτρίς]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[escogido]], [[seleccionado]] γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.<i>Ep</i>.9.1, παιδία <i>SB</i> 4425.3.21.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάλεκτος''': -ον, [[ἐκλεκτός]], [[ἐξαίρετος]], γυναῖκες ἀν. τὸ [[κάλλος]] Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
|lstext='''ἀνάλεκτος''': -ον, [[ἐκλεκτός]], [[ἐξαίρετος]], γυναῖκες ἀν. τὸ [[κάλλος]] Ἐπιστ. Σωκρ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[ἀνάλεκτος]]) [[ἀναλέγω]]<br /><b>1.</b> [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα [[ανάλεκτα]]<br />υπολείμματα της τροφής [[μετά]] το [[δείπνο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλεκτος Medium diacritics: ἀνάλεκτος Low diacritics: ανάλεκτος Capitals: ΑΝΑΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: análektos Transliteration B: analektos Transliteration C: analektos Beta Code: a)na/lektos

English (LSJ)

ἀνάλεκτον, select, choice, γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).

Spanish (DGE)

-ον
escogido, seleccionado γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.Ep.9.1, παιδία SB 4425.3.21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλεκτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, γυναῖκες ἀν. τὸ κάλλος Ἐπιστ. Σωκρ. 9.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνάλεκτος) ἀναλέγω
1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος
2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα
υπολείμματα της τροφής μετά το δείπνο.