προμετρητής: Difference between revisions
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prometritis | |Transliteration C=prometritis | ||
|Beta Code=prometrhth/s | |Beta Code=prometrhth/s | ||
|Definition= | |Definition=προμετρητοῦ, ὁ, a servant of the [[μετρονόμοι]], ''IG''22.1672.291, Hyp.''Fr.''191, Din.''Fr.''16.4; = [[mensor]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Μ<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς | |mltxt=ὁ, Μ<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς ἐκαλεῖτο». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
προμετρητοῦ, ὁ, a servant of the μετρονόμοι, IG22.1672.291, Hyp.Fr.191, Din.Fr.16.4; = mensor, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 734] ὁ, Vormesser, Unterbeamter der μετρονόμοι, Harpocr. aus Hyperid. u. Din.; vgl. B. A. 290.
Greek (Liddell-Scott)
προμετρητής: ὁ, «ὁ τοὺς πιπρασκομένους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν, καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων, προμετρητὴς ἐκαλεῖτο» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Φώτ. ἐν λ., Λεξικ. Ρητ. σ. 290 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς ἐκαλεῖτο».