μετρονόμοι

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρονόμοι Medium diacritics: μετρονόμοι Low diacritics: μετρονόμοι Capitals: ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΙ
Transliteration A: metronómoi Transliteration B: metronomoi Transliteration C: metronomoi Beta Code: metrono/moi

English (LSJ)

οἱ, inspectors of weights and measures, Din.Fr.18.7, Arist.Ath.51.2.

German (Pape)

[Seite 163] οἱ, in Athen eine Behörde von 15 Männern, welche die Aufsicht über die Richtigkeit der Gewichte und Maaße beim Verkauf hatten, 10 in der Stadt und 5 im Peiräeus, Harpocr. u. a. VLL., vgl. Böckh Staatshaush. I p. 52.

Greek (Liddell-Scott)

μετρονόμοι: οἱ ἐπόπται ἢ ἐπιθεωρηταὶ τῶν σταθμῶν καὶ μέτρων (κατὰ τὸν Böckh. P. E. 1. 67) δέκα ἐν Ἀθήναις καὶ πέντε ἐν Πειραιεῖ, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., Ἁρποκρ.· ἀλλὰ κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀθην. Πολ. 73, 2, (ἔκδ. Blass) «κληροῦνται δὲ καὶ μετρονόμοι πέντε μὲν εἰς ἄστυ, ε΄ δὲ εἰς Πειραιέα· καὶ οὗτοι τῶν μέτρων καὶ τῶν σταθμῶν ἐπιμελοῦνται πάντων, ὅπως οἱ πωλοῦντες χρήσονται δικαίοις»· - οἱ ὑπηρέται αὐτῶν καὶ ἀκόλουθοι ἐκαλοῦντο προμετρηταί, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.

Russian (Dvoretsky)

μετρονόμοι: οἱ метрономы (должностные лица, наблюдавшие за правильностью мер и весов; их было 10 в Афинах и 5 в Пирее) Arst.