θεόσοφος: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theosofos | |Transliteration C=theosofos | ||
|Beta Code=qeo/sofos | |Beta Code=qeo/sofos | ||
|Definition= | |Definition=θεόσοφον, [[wise in the things of God]], Porph.''Abst.''2.35, Iamb.''Myst.''7.1: pl., of the [[Γυμνοσοφισταί]], Porph.''Abst.''4.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
θεόσοφον, wise in the things of God, Porph.Abst.2.35, Iamb.Myst.7.1: pl., of the Γυμνοσοφισταί, Porph.Abst.4.17.
German (Pape)
[Seite 1198] in göttlichen Dingen erfahren, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεόσοφος: -ον, σοφὸς περὶ τὰ θεῖα, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -φως, Κλήμ. Ἀλ.
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και θεοσοφίστρια (AM θεόσοφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο θεόσοφος, η θεοσοφίστρια
οπαδός της θεοσοφίας, ο θεοσοφιστής ή η θεοσοφίστρια
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει θεία σοφία, ο σοφός σχετικά με τα θεία.
επίρρ...
θεοσόφως (Α)
με θεία σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + σοφός.