εὐλαβητικός: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evlavitikos
|Transliteration C=evlavitikos
|Beta Code=eu)labhtiko/s
|Beta Code=eu)labhtiko/s
|Definition=ή, όν, c.gen., [[careful to avoid]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span> 412a</span>; <b class="b3">ὀρθοῦ ψόγου</b> Stoic. ap. Stob.2.7.5b2.
|Definition=εὐλαβητική, εὐλαβητικόν, c.gen., [[careful to avoid]], Pl.''Def.'' 412a; <b class="b3">ὀρθοῦ ψόγου</b> Stoic. ap. Stob.2.7.5b2.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλαβητικός Medium diacritics: εὐλαβητικός Low diacritics: ευλαβητικός Capitals: ΕΥΛΑΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: eulabētikós Transliteration B: eulabētikos Transliteration C: evlavitikos Beta Code: eu)labhtiko/s

English (LSJ)

εὐλαβητική, εὐλαβητικόν, c.gen., careful to avoid, Pl.Def. 412a; ὀρθοῦ ψόγου Stoic. ap. Stob.2.7.5b2.

German (Pape)

[Seite 1077] ή, όν, vorsichtig, ὧν χρή, Plat. defin. 412 a, Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐλᾰβητικός: осторожный, осмотрительный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλᾰβητικός: -ή, -όν, φυλακτικός Πλάτ Ὅροι 412Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐλαβητικός, -ή, -όν) ευλαβής
νεοελλ.-μσν.
ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.)
αρχ.
προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῖς συμβαλλομένοις ἀδικίας», Στοβ.).
επίρρ...
ευλαβητικώς και -ά
με ευλάβεια.