ἀπογαλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apogalaktizo
|Transliteration C=apogalaktizo
|Beta Code=a)pogalakti/zw
|Beta Code=a)pogalakti/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wean from the mother's milk]], <span class="bibl">Diph.74</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Ge.</span>21.8</span>, <span class="bibl">Sor.1.116</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>37i22</span> (i A. D.), <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span>31.20</span> (ii A.D.).</span>
|Definition=[[wean from the mother's milk]], Diph.74, [[LXX]] ''Ge.''21.8, Sor.1.116, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''37i22 (i A. D.), ''PLips.''31.20 (ii A.D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=tr. [[destetar]] ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον <i>POxy</i>.37.1.22 (I d.C.), τὸ [[βρέφος]] Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη [[LXX]] <i>Ge</i>.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ [[LXX]] <i>Ps</i>.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους <i>PStras</i>.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados</i> [[LXX]] <i>Is</i>.28.9, cf. Aët.4.28, <i>PLips</i>.31.20 (II d.C.), <i>Et.Gen</i>.1064<br /><b class="num"></b>fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπογᾰλακτίζω''': μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, [[ἀποκόπτω]] τὸ [[βρέφος]] ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -[[κτιστέον]], δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «[[πότε]] καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ [[βρέφος]]» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ.
|lstext='''ἀπογᾰλακτίζω''': μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, [[ἀποκόπτω]] τὸ [[βρέφος]] ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -[[κτιστέον]], δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «[[πότε]] καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ [[βρέφος]]» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=tr. [[destetar]] ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον <i>POxy</i>.37.1.22 (I d.C.), τὸ [[βρέφος]] Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη [[LXX]] <i>Ge</i>.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα [[αὐτοῦ]] [[LXX]] <i>Ps</i>.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους <i>PStras</i>.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados</i> [[LXX]] <i>Is</i>.28.9, cf. Aët.4.28, <i>PLips</i>.31.20 (II d.C.), <i>Et.Gen</i>.1064<br /><b class="num">•</b>fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -[[χτίζω]] (AM [[ἀπογαλακτίζω]])<br />[[παύω]] να [[τρέφω]] το [[βρέφος]] με μητρικό [[γάλα]], το [[αποκόβω]] από τον θηλασμό.
|mltxt=κ. -[[χτίζω]] (AM [[ἀπογαλακτίζω]])<br />[[παύω]] να [[τρέφω]] το [[βρέφος]] με μητρικό [[γάλα]], το [[αποκόβω]] από τον θηλασμό.
}}
{{pape
|ptext=([[γάλα]]), <i>von der [[Muttermilch]] [[entwöhnen]]</i>, ἀπογαλακτιεῖ Diphil. bei Ath. VI.247c.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογᾰλακτίζω Medium diacritics: ἀπογαλακτίζω Low diacritics: απογαλακτίζω Capitals: ΑΠΟΓΑΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: apogalaktízō Transliteration B: apogalaktizō Transliteration C: apogalaktizo Beta Code: a)pogalakti/zw

English (LSJ)

wean from the mother's milk, Diph.74, LXX Ge.21.8, Sor.1.116, POxy.37i22 (i A. D.), PLips.31.20 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

tr. destetar ὥσπερ τὰ παιδί' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ Diph.74.3, ἀπεγαλάκ[τισά] μου τὸ [π] αιδίον POxy.37.1.22 (I d.C.), τὸ βρέφος Sor.86.28, en v. pas. ηὐξήθη τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη LXX Ge.21.8, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ LXX Ps.130.2, αἷγας μικροὺς ἀπαγεγαλαχτισμένους PStras.30.11 (III d.C.), οἱ ἀπογεγαλακτισμένοι ἀπὸ γάλακτος los recién destetados LXX Is.28.9, cf. Aët.4.28, PLips.31.20 (II d.C.), Et.Gen.1064
fig. ἀπογαλακτισθέντες ἀπὸ νομικοῦ γάλακτος Eus.M.24.288D, ἐκκλησία τοὺς ἑαυτῆς τροφίμους ... ἀπογαλακτίσασα ... τῶν λόγων τῆς κατηχήσεως Basil.M.31.425A, cf. Procop.Gaz.M.87.384B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογᾰλακτίζω: μέλλ. β΄, ἀπογαλακτιῶ, ἀποκόπτω τὸ βρέφος ἀπὸ τοῦ θηλάζειν, δὲν τὸ ἀφίνω πλέον νὰ θηλάζῃ, τὸ «ἀποκόβω» Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 2: - Ἐντεῦθεν ῥηματ. ἐπίθ., -κτιστέον, δεῖ ἀπογαλακτίζειν, «πότε καὶ πῶς ἀπογαλακτιστέον τὸ βρέφος» Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 199, 1: - καὶ οὐσιαστ. -ισμός, ὁ, Ἱππ. σ. 267, 39, ἢ -κτισις, εως, ἡ, Θεοδ. Στουδ.

Greek Monolingual

κ. -χτίζω (AM ἀπογαλακτίζω)
παύω να τρέφω το βρέφος με μητρικό γάλα, το αποκόβω από τον θηλασμό.

German (Pape)

(γάλα), von der Muttermilch entwöhnen, ἀπογαλακτιεῖ Diphil. bei Ath. VI.247c.