πρύλις: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prylis | |Transliteration C=prylis | ||
|Beta Code=pru/lis | |Beta Code=pru/lis | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], εως, ἡ, [[dance in armour]], [[armed dance]], Call.''Jov.''52, ''Dian.''240; Cret., = [[πυρρίχη]], acc. to Arist.''Fr.''519. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ἡ, ein Tanz in Waffen, wie [[πυῤῥίχη]], nach Aristot. bei Schol. Pind. P. 2, 127 bei den Cypriern gebräuchlich; vgl. Callim. Iov. 52 Dian. 240. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ἡ, ein Tanz in Waffen, wie [[πυῤῥίχη]], nach Aristot. bei Schol. Pind. P. 2, 127 bei den Cypriern gebräuchlich; vgl. Callim. Iov. 52 Dian. 240. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρύλις:''' εως (ῠ) ἡ [[военная пляска]] (у критян) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρύλῐς''': [ῠ], εως, ἡ, [[ὄρχησις]] ἐν ὅπλοις, [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]], Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ [[πυρρίχη]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347). | |lstext='''πρύλῐς''': [ῠ], εως, ἡ, [[ὄρχησις]] ἐν ὅπλοις, [[ἐνόπλιος]] [[ὄρχησις]], Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ [[πυρρίχη]] κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι<br /><b>2.</b> (στην [[Κρήτη]]) ο [[χορός]] [[πυρρίχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[πρυλέες]] και, κατνώςά μία [[άποψη]], έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. <i>πρυλίων</i> της γεν. πληθ. της λ. [[πρυλέες]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, dance in armour, armed dance, Call.Jov.52, Dian.240; Cret., = πυρρίχη, acc. to Arist.Fr.519.
German (Pape)
[Seite 801] ἡ, ein Tanz in Waffen, wie πυῤῥίχη, nach Aristot. bei Schol. Pind. P. 2, 127 bei den Cypriern gebräuchlich; vgl. Callim. Iov. 52 Dian. 240.
Russian (Dvoretsky)
πρύλις: εως (ῠ) ἡ военная пляска (у критян) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πρύλῐς: [ῠ], εως, ἡ, ὄρχησις ἐν ὅπλοις, ἐνόπλιος ὄρχησις, Καλλ. εἰς Δία 52, εἰς Ἄρτ. 240· παρὰ τοῖς Κρησὶ συνώνυμον τῷ πυρρίχη κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 476. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε Heins. Sil. Ital 3. 347).
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι
2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. της λ. πρυλέες.