ἔνεσις: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enesis | |Transliteration C=enesis | ||
|Beta Code=e)/nesis | |Beta Code=e)/nesis | ||
|Definition=εως, ἡ, (ἐνίημι) | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[injection]], φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. ''Art.''48, cf. Hero ''Spir.''2.18, Orib.''Syn.''9.14.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />medic. [[introducción]], [[inyección]], [[jeringación]] gener. por el ano, [[enema]] ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.<i>Art</i>.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.<i>Syn</i>.9.14.1<br /><b class="num">•</b>por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30<br /><b class="num">•</b>ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero <i>Spir</i>.2.18. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνεσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[ἔνθεσις]], [[ἐμβολή]], [[ἔνεσις]] φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[ἔγχυσις]], διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. [[ἔνεμα]]. | |lstext='''ἔνεσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνίημι]]) [[ἔνθεσις]], [[ἐμβολή]], [[ἔνεσις]] φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· [[ἔγχυσις]], διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. [[ἔνεμα]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐνίημι) injection, φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp. Art.48, cf. Hero Spir.2.18, Orib.Syn.9.14.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. introducción, inyección, jeringación gener. por el ano, enema ἔ. φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.Art.48, cf. Sor.3.2.185, ἀνάπλασσε τροχίσκους διαφόρους τῷ μεγέθει, ἡ τελεία ἔ. (δραχμὰς) δ' Gal.13.305, cf. Ruf. en Orib.8.24.14, ἔ. ἐλαίου πηγανίνου Archig. en Aët.6.39 (p.183), cf. Gal.8.42, Orib.Syn.9.14.1
•por otras partes del cuerpo ἐνέσεσι ταῖς διὰ τοῦ οὐρητικοῦ πόρου Ael.Prom.65.30
•ἄχρις ἂν ... δόξῃ ἡ ἔ. γενέσθαι en la descripción del funcionamiento de una jeringa, Hero Spir.2.18.
German (Pape)
[Seite 839] ἡ, das Hineinthun, Einspritzen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνεσις: -εως, ἡ, (ἐνίημι) ἔνθεσις, ἐμβολή, ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Ἱππ. π. Ἄρθρ. 815· ἔγχυσις, διὰ τῆς τοῦ καθετῆρος ἐνέσεως, μνημονεύεται ἐκ Παύλου τοῦ Αἰγιν.· πρβλ. ἔνεμα.