ἀνισοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anisoskelis | |Transliteration C=anisoskelis | ||
|Beta Code=a)nisoskelh/s | |Beta Code=a)nisoskelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνισοσκελές, [[with uneven legs]], Sch.D.P.175; [[with tails of unequal length]], of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνισοσκελές, with uneven legs, Sch.D.P.175; with tails of unequal length, of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.63 tit.
Spanish (DGE)
-ές
1 que tiene extremos desiguales de un vendaje, Heliod. en Orib.48.63 tít.
2 geom. escaleno de un triángulo, Papp.106.14, Hero Metr.10.15
•de un trapezoide que tiene lados desiguales Sch.D.P.175.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῐσοσκελής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισα τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Διον. Π. 175.
Greek Monolingual
(ούς,) -ές (Α ἀνισοσκελής)
αυτός που έχει άνισα σκέλη
νεοελλ.
φρ.
1. «ανισοσκελές τρίγωνο» — τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος
2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» — εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα.