ἀνταποθνήσκω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antapothnisko | |Transliteration C=antapothnisko | ||
|Beta Code=a)ntapoqnh/skw | |Beta Code=a)ntapoqnh/skw | ||
|Definition= | |Definition=[[die]] or [[am killed in requital]], ἀνταποθανεῖν τὸν ἀποκτείναντα Antipho 5.10; τοῦ ἐμψύχου δόγματος ὃ ἀνεῖλε Ph.1.94. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0244.png Seite 244]] (s. [[θνήσκω]]), dagegen, zur Vergeltungsterben, τὸν ἀποκτείναντα ἀνταποθανεῖν Antiph. 5, 10. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνταποθνήσκω''': καταδικάζομαι εἰς θάνατον ὡς [[φονεύς]], ἀνταποθανεῖν τοῦ νόμου κειμένου τὸν ἀποκτείναντα Ἀντιφῶν Περὶ Ἡρῴδ. φόνου 10. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνταποθνήσκω]] (Α)<br />καταδικάζομαι σε θάνατο για φόνο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
die or am killed in requital, ἀνταποθανεῖν τὸν ἀποκτείναντα Antipho 5.10; τοῦ ἐμψύχου δόγματος ὃ ἀνεῖλε Ph.1.94.
German (Pape)
[Seite 244] (s. θνήσκω), dagegen, zur Vergeltungsterben, τὸν ἀποκτείναντα ἀνταποθανεῖν Antiph. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποθνήσκω: καταδικάζομαι εἰς θάνατον ὡς φονεύς, ἀνταποθανεῖν τοῦ νόμου κειμένου τὸν ἀποκτείναντα Ἀντιφῶν Περὶ Ἡρῴδ. φόνου 10.
Greek Monolingual
ἀνταποθνήσκω (Α)
καταδικάζομαι σε θάνατο για φόνο.