εὐῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6_12)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eviliks
|Transliteration C=eviliks
|Beta Code=eu)h=lic
|Beta Code=eu)h=lic
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of good stature</b>, <span class="bibl">Polem.Phgn.5</span>; <b class="b3">Στάτιος</b> (<b class="b3">στάτης</b> cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.23.</span>
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) [[of good stature]], Polem.Phgn.5; [[Στάτιος]] ([[στάτης]] cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.''Mag.''1.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) ἔχων καλὸν [[ἀνάστημα]], Πολέμων 181, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ [[τύπος]] εὐήλικος [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.
|lstext='''εὐῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) ἔχων καλὸν [[ἀνάστημα]], Πολέμων 181, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ [[τύπος]] εὐήλικος μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐῆλιξ]], ὁ, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[παράστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήλιξ]] «της ίδιας ηλικίας»].
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐῆλιξ Medium diacritics: εὐῆλιξ Low diacritics: ευήλιξ Capitals: ΕΥΗΛΙΞ
Transliteration A: euē̂lix Transliteration B: euēlix Transliteration C: eviliks Beta Code: eu)h=lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) of good stature, Polem.Phgn.5; Στάτιος (στάτης cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.Mag.1.23.

German (Pape)

[Seite 1067] ικος, von guten Jahren, gutem Wuchs, Schol. Theocr. 1, 44; Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

εὐῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) ἔχων καλὸν ἀνάστημα, Πολέμων 181, Ἀνδρ. Κρήτ. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ τύπος εὐήλικος μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.

Greek Monolingual

εὐῆλιξ, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραίο παράστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιξ «της ίδιας ηλικίας»].