Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέρεια: Difference between revisions

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mereia
|Transliteration C=mereia
|Beta Code=me/reia
|Beta Code=me/reia
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μερίς]], <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.18,85: glossed by <b class="b3">φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι&lt;ακ&gt;άδων συνεστός</b>, Hsch.</span>
|Definition=ἡ, = [[μερίς]], ''Tab.Heracl.''1.18,85: glossed by φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τριάδων συνεστός, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέρεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τρι(ακ)άδων συνεστός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατ' [[απόσπαση]] από συνθ. σε -[[μέρεια]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πολυμερής]] > [[πολυμέρεια]])].
|mltxt=[[μέρεια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μερίδα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυλῆς [[μέρος]] ἐκ [[δέκα]] τρι(ακ)άδων συνεστός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατ' [[απόσπαση]] από συνθ. σε -[[μέρεια]] ([[πρβλ]]. [[πολυμερής]] > [[πολυμέρεια]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρεια Medium diacritics: μέρεια Low diacritics: μέρεια Capitals: ΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: méreia Transliteration B: mereia Transliteration C: mereia Beta Code: me/reia

English (LSJ)

ἡ, = μερίς, Tab.Heracl.1.18,85: glossed by φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τριάδων συνεστός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μέρεια: ἡ, = μερίς, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 18, 85· - καθ’ Ἡσυχ.: «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τριακάδων συνεστώς».

Greek Monolingual

μέρεια, ἡ (Α)
1. μερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατ' απόσπαση από συνθ. σε -μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)].