τιτύρινος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tityrinos
|Transliteration C=tityrinos
|Beta Code=titu/rinos
|Beta Code=titu/rinos
|Definition=[<b class="b3">ῠ] αὐλός, ὁ</b>, a <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shepherd's</b> pipe, Artem.Eph. ap. <span class="bibl">Ath.4.182d</span>, cf.Amerias ib.<span class="bibl">176c</span>, Hsch.</span>
|Definition=[ῠ] αὐλός, ὁ, a [[shepherd's]] pipe, Artem.Eph. ap. Ath.4.182d, cf.Amerias ib.176c, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑτύρῐνος''': [[αὐλός]], ὁ, ποιμενικὸς [[αὐλός]], «[[μόναυλος]], ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς [[τιτύρινος]] καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.
|lstext='''τῑτύρῐνος''': [[αὐλός]], ὁ, ποιμενικὸς [[αὐλός]], «[[μόναυλος]], ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς [[τιτύρινος]] καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[Τιτύρας]]<br /><b>φρ.</b> «[[τιτύρινος]] [[αὐλός]]» <br />α) [[ποιμενικός]] [[αυλός]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόναυλος]] ἤ αὐλὸς [[καλάμινος]]».
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑτύρῐνος Medium diacritics: τιτύρινος Low diacritics: τιτύρινος Capitals: ΤΙΤΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: titýrinos Transliteration B: tityrinos Transliteration C: tityrinos Beta Code: titu/rinos

English (LSJ)

[ῠ] αὐλός, ὁ, a shepherd's pipe, Artem.Eph. ap. Ath.4.182d, cf.Amerias ib.176c, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1121] αὐλός, eine Schalmei oder Hirtenflöte, wahrscheinlich von dem Hirtennamen Τίτυρος abgeleitet, Ath. IV, 182 c aus Artemid.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτύρῐνος: αὐλός, ὁ, ποιμενικὸς αὐλός, «μόναυλος, ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.

Greek Monolingual

ὁ, Α Τιτύρας
φρ. «τιτύρινος αὐλός»
α) ποιμενικός αυλός
β) (κατά τον Ησύχ.) «μόναυλος ἤ αὐλὸς καλάμινος».