ἡμεροφαής: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imerofais
|Transliteration C=imerofais
|Beta Code=h(merofah/s
|Beta Code=h(merofah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shining by day</b>, ἄστρον <span class="bibl">Theano<span class="title">Ep.</span>10</span>:—also ἡμερο-φᾰνής, ές, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>411b</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>142b1</span>.</span>
|Definition=ἡμεροφαές, [[shining by day]], ἄστρον Theano''Ep.''10:—also [[ἡμεροφανής]], ές, Pl.''Def.''411b, Arist.''Top.''142b1.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] bei Tage scheinend, Sp. von der Sonne.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμεροφαής''': -ές, λάμπων ἐν καιρῷ ἡμέρας, [[ἥλιος]] Νικήτ. Χρον. 205Β. - Ἐπίρρ. ἡμεροφαῶς, Εὐστ. Θεσσ. σ. 536 (Migne).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που λάμπει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡμεροφαῶς</i> (Μ)<br />στο φως της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]], <i>το</i>, «φως»), [[πρβλ]]. [[αστροφαής]], [[λαμπροφαής]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροφᾰής Medium diacritics: ἡμεροφαής Low diacritics: ημεροφαής Capitals: ΗΜΕΡΟΦΑΗΣ
Transliteration A: hēmerophaḗs Transliteration B: hēmerophaēs Transliteration C: imerofais Beta Code: h(merofah/s

English (LSJ)

ἡμεροφαές, shining by day, ἄστρον TheanoEp.10:—also ἡμεροφανής, ές, Pl.Def.411b, Arist.Top.142b1.

German (Pape)

[Seite 1166] bei Tage scheinend, Sp. von der Sonne.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροφαής: -ές, λάμπων ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἥλιος Νικήτ. Χρον. 205Β. - Ἐπίρρ. ἡμεροφαῶς, Εὐστ. Θεσσ. σ. 536 (Migne).

Greek Monolingual

ἡμεροφαής, -ές (AM)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της ημέρας.
επίρρ...
ἡμεροφαῶς (Μ)
στο φως της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαής (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αστροφαής, λαμπροφαής].