πολυρρόθιος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyrrothios | |Transliteration C=polyrrothios | ||
|Beta Code=polurro/qios | |Beta Code=polurro/qios | ||
|Definition= | |Definition=πολυρρόθιον, [[much-dashing]], [[loud-roaring]], θάλασσα Q.S.7.395; [[buffeted by many waves]], ἄνθρωποι Arat.412. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυρρόθιος''': -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ [[μεγάλως]] ῥοχθοῦσα, [[θάλασσα]] Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― [[ὡσαύτως]] πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7. | |lstext='''πολυρρόθιος''': -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ [[μεγάλως]] ῥοχθοῦσα, [[θάλασσα]] Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― [[ὡσαύτως]] πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[πολύρροθος]]<br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πλήττεται από τα κύματα της δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.). | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>viel oder sehr [[rauschend]]</i>, übertragen, ἄνθρωποι, Arat. 412, <i>von den [[Fluten]] des Unglücks [[umhergetrieben]]</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυρρόθιον, much-dashing, loud-roaring, θάλασσα Q.S.7.395; buffeted by many waves, ἄνθρωποι Arat.412.
Greek (Liddell-Scott)
πολυρρόθιος: -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ μεγάλως ῥοχθοῦσα, θάλασσα Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― ὡσαύτως πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α πολύρροθος
1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα της δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.).
German (Pape)
viel oder sehr rauschend, übertragen, ἄνθρωποι, Arat. 412, von den Fluten des Unglücks umhergetrieben.