γλίσχρασμα: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=glischrasma | |Transliteration C=glischrasma | ||
|Beta Code=gli/sxrasma | |Beta Code=gli/sxrasma | ||
|Definition=ατος, τό, [[gluten]], | |Definition=-ατος, τό, [[gluten]], Hp.''Acut.''10; [[thick mucilage]], Aret.''CA''1.9; ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.''Eup.''1.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, gluten, Hp.Acut.10; thick mucilage, Aret.CA1.9; ἕως γλισχράσματος ἕψειν Dsc.Eup.1.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 substancia espesa o viscosa resultante de la cocción de diversas plantas, gluten de la cebada, Hp.Acut.10, Gal.6.823, de la malva, Aret.CA 1.1.7, τῆλις ... ἑψηθεῖσα ... ἕως γλισχράσματος alholva cocida hasta (obtener) el mucílago Dsc.Eup.1.1.
2 mocos del bebé δακτύλοις ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶν γ. Sor.2.6.78.
Greek (Liddell-Scott)
γλίσχρασμα: τό, γλοιῶδες κόλλημα, Ἱππ. Ὀξ. 385.
Greek Monolingual
το (Α γλίσχρασμα) γλισχραίνομαι
παχύρρευστη φυτική ουσία ή παρασκεύασμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλίσχρασμα -ατος, τό γλισχραίνομαι kleverigheid. Hp. Acut. 10.
German (Pape)
τό, das Zähe, Schleimige, Hippocr.