μαλακτός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malaktos
|Transliteration C=malaktos
|Beta Code=malakto/s
|Beta Code=malakto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be softened</b>, as iron, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>385a13</span>, al.</span>
|Definition=μαλακτή, μαλακτόν, [[that can be softened]], as [[iron]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385a13, al.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκτός:''' [[размягчаемый]], [[плавящийся]], [[плавкий]] ([[κρύσταλλος]], [[σίδηρος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτός Medium diacritics: μαλακτός Low diacritics: μαλακτός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: malaktós Transliteration B: malaktos Transliteration C: malaktos Beta Code: malakto/s

English (LSJ)

μαλακτή, μαλακτόν, that can be softened, as iron, Arist.Mete.385a13, al.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτός: размягчаемый, плавящийся, плавкий (κρύσταλλος, σίδηρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μαλακτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν σίδηρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλακτός, -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) μαλάσσω
αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος
νεοελλ.
(μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
επίρρ...
μαλακτά (Μ)
ήρεμα, με ήπιο τρόπο.