περιχαράκωμα: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pericharakoma | |Transliteration C=pericharakoma | ||
|Beta Code=perixara/kwma | |Beta Code=perixara/kwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[entrenchment]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θρι[γκ]ός]], ''EM''455.55. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, entrenchment, Hsch. s.v. [[θρι[γκ]ός]], EM455.55.
German (Pape)
[Seite 600] τό, ein mit Pallisaden, Wällen, Mauern umgebener Ort, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
περιχᾰράκωμα: τό, χαράκωμα πέριξ τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ περιχαρακώ
νεοελλ.
η περιχαράκωση
μσν.-αρχ.
περιχαρακωμένος τόπος.