ἴντυβος: Difference between revisions
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=intyvos | |Transliteration C=intyvos | ||
|Beta Code=i)/ntubos | |Beta Code=i)/ntubos | ||
|Definition=ὁ, ( | |Definition=ὁ, (ἴντουβος ''Edict.Diocl.''6.3) = [[ἔντυβος]], [[endive]], Gal.6.628: —also [[ἰντυβολάχανον]], τό, [Id.] 14.321. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἴντυβος]], Α και ἴντουβος)<br /><b>βοτ.</b> το [[αντίδι]], [[είδος]] φυτού του γένους [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ίντυβος]] (ή [[ίντυβο]] ή <i>έντυβον</i>) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. <i>intubus</i>, που κι αυτή [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από κάποια σημιτική [[γλώσσα]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ἴντυβος]], Α και ἴντουβος)<br /><b>βοτ.</b> το [[αντίδι]], [[είδος]] φυτού του γένους [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ίντυβος]] (ή [[ίντυβο]] ή <i>έντυβον</i>) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. <i>intubus</i>, που κι αυτή [[πρέπει]] να [[είναι]] [[δάνειο]] από κάποια σημιτική [[γλώσσα]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ἔντυβον]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ἴντουβος Edict.Diocl.6.3) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also ἰντυβολάχανον, τό, [Id.] 14.321.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].
Frisk Etymological English
See also: s. ἔντυβον