ἴντυβος: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=intyvos | |Transliteration C=intyvos | ||
|Beta Code=i)/ntubos | |Beta Code=i)/ntubos | ||
|Definition=ὁ, ( | |Definition=ὁ, (ἴντουβος ''Edict.Diocl.''6.3) = [[ἔντυβος]], [[endive]], Gal.6.628: —also [[ἰντυβολάχανον]], τό, [Id.] 14.321. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:21, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ἴντουβος Edict.Diocl.6.3) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also ἰντυβολάχανον, τό, [Id.] 14.321.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβος (ή ίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].
Frisk Etymological English
See also: s. ἔντυβον