καχρύδια: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kachrydia
|Transliteration C=kachrydia
|Beta Code=kaxru/dia
|Beta Code=kaxru/dia
|Definition=τά, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">husks of</b> <b class="b3">κάχρυς</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>923b11</span>: sg., prob. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.6.3</span>.</span>
|Definition=τά, [[husks of]] [[κάχρυς]], Arist.''Pr.''923b11: sg., prob. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.6.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καχρύδια''': τά, ὑποκορ. τοῦ [[κάχρυς]], μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
|lstext='''καχρύδια''': τά, ὑποκορ. τοῦ [[κάχρυς]], μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καχρύδια]], τὰ (Α)<br /><b>1.</b> κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που [[είναι]] καβουρντισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδιον</i> ([[πρβλ]]. [[βοτρύδιον]], [[καρύδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρύδια Medium diacritics: καχρύδια Low diacritics: καχρύδια Capitals: ΚΑΧΡΥΔΙΑ
Transliteration A: kachrýdia Transliteration B: kachrydia Transliteration C: kachrydia Beta Code: kaxru/dia

English (LSJ)

τά, husks of κάχρυς, Arist.Pr.923b11: sg., prob. in Thphr. CP 5.6.3.

Greek (Liddell-Scott)

καχρύδια: τά, ὑποκορ. τοῦ κάχρυς, μικροὶ κόκκοι πεφρυγμένης κριθῆς καὶ ἐν γένει πᾶν τὸ πεφρυγμένον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 6, 3, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καχρύδια, τὰ (Α)
1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού
2. καθετί που είναι καβουρντισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. βοτρύδιον, καρύδιον)].